εκσπερματώνω

εκσπερματώνω
εκσπερματώνω, εκσπερμάτωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκσπερματώνω — εκσπερμάτωσα, εκσπερματώθηκα, εκσπερματωμένος, μτβ., εκσπερματίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσπερματίζω — (Α ἀποσπερματίζω κ. σπερμαίνω) (για άντρα) εκσπερματώνω …   Dictionary of Greek

  • εγκολπίζω — ἐγκολπίζω (AM) μσν. 1. παίρνω κάποιον στον κόλπο μου, αγκαλιάζω 2. (για ακτή) σχηματίζω κόλπο αρχ. 1. πλέω μέσα στον κόλπο ή κατά μήκος τής ακτής 2. εκσπερματώνω μέσα στον κόλπο τής γυναίκας 3. αποδέχομαι, ενστερνίζομαι 4. περιλαμβάνω σε θαλάσσιο …   Dictionary of Greek

  • ενυπνιάζομαι — (AM ένυπνιάζω και ἐνυπνιάζομαι) (νεοελλ. μόνο το μέσ., αρχ. και μσν. και το ενεργ.) βλέπω όνειρα, ονειρεύομαι μσν. μέσ. 1. οραματίζομαι 2. παθαίνω στον ύπνο ονείρωξη, ρεύση, εκσπερματώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”